-
1 мозг
-а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. -и α.1. μυαλό, μυελός•головной мозг ο εγκέφαλος•
спиной мозг ο νωτιαίος μυελός•
сотрясение -а διάσειση του εγκεφάλου•
воспаление -а εγκεφαλίτιδα•
продолговатый мозг προμήκης μυελός.
2. νους, διάνοια. || καθοδηγητικό κέντρο.3. πλθ. -и τα μυαλά (φαγητό).εκφρ.костный – μυελός των οστών•с мозгом (мозгами) – μυαλωμένος, ορθόφρονας•до -а костей – μέχρι μυελού οστέων, ως το κόκκαλο (τελείως)•вправить -и – βάζω μυαλό, νουθετώ, συμμορφώνω, συνετίζω•шевелить (раскидывать) -ами – διανοούμαι, βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, σχεδιάζω•- и не варят у него – δεν του κόβει το μυαλό ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές•- и набегрнь – (απλ.) ανάποδα σαν τον κάβουρα (αντίθετα προς όλους τους άλλους).